τραπεζόμακτρο

τραπεζόμακτρο
το, Ν
(λογ. τ.) πετσέτα τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + μάκτρο(ν) «πετσέτα». Η λ., στον πληθ. τραπεζόμακτρα, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”